σταγονόμετρο

σταγονόμετρο
το
1. όργανο για τη μέτρηση σταγόνων κάποιου υγρού, κυρίως φαρμάκων.
2. «Δίνω με το σταγονόμετρο», δίνω σε μικρές ποσότητες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σταγονόμετρο — το, Ν 1. (φαρμ. τεχνολ.) απλό όργανο που επιτρέπει τη μέτρηση κατά σταγόνες μικρής ποσότητας υγρής, συνήθως φαρμακευτικής ή χημικής, ουσίας 2. φρ. «με το σταγονόμετρο» σε πολύ μικρές ποσότητες, με φειδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταγόνα + μέτρο. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • σταγονομετρικός — ή, ό, Ν [σταγονόμετρο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μέτρηση τών σταγόνων («σταγονομετρικός σωλήνας»). επίρρ... σταγονομετρικώς και σταγονομετρικά Ν με το σταγονόμετρο, κατά σταγόνες …   Dictionary of Greek

  • τάση — Στη μηχανική σημαίνει μια δύναμη εφελκυσμού: στη μηχανική των συνεχών συστημάτων, ο όρος χρησιμοποιείται με γενικότερη έννοια και υποδηλώνει τις εσωτερικές καταπονήσεις ενός συστήματος, που υπόκειται σε παραμορφώσεις, ειδικότερα ενός σύρματος ή… …   Dictionary of Greek

  • ενσταλακτήρας — ο σωληνοειδές όργανο ειδικό για ενσταλάξεις, σταγονόμετρο …   Dictionary of Greek

  • μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… …   Dictionary of Greek

  • στάλα — (I) ἡ, ΝΑ (δωρ. τ.) βλ. στήλη. (II) η, Ν 1. μικρή ποσότητα υγρού, σταγόνα, σταλαγματιά («ζει τού νερού και η στάλα οπού κολλάει στο ποτήρι», Σολωμ.) 2. μτφ. πολύ μικρή ποσότητα (α. «ήπια μια στάλα κρασί» β. «κοιμήθηκα μια στάλα») 3. φρ. α) «ούτε… …   Dictionary of Greek

  • στραγγείον — τὸ, Α [στράγξ, γγός] σταγονόμετρο …   Dictionary of Greek

  • Ιννίνος, Αντώνης — (1907 – Αθήνα 1968). Πεζογράφος. Έζησε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αλλά από το 1962 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Έγραψε τα έργα: Βήματα πάνω στην άσφαλτο (1935), Μεγάλες στιγμές μικρών ανθρώπων (1938), Ο άνθρωπος που γελά όταν δεν πρέπει (1943),… …   Dictionary of Greek

  • ενσταλάζω — ενστάλαξα, ενσταλάχτηκα, ενσταλαγμένος, μτβ. 1. στάζω (σταλάζω) κάτι μέσα σε κάτι, χύνω μέσα σταγόνες (ιδίως με σταγονόμετρο): Ενσταλάζω κολλύριο στα μάτια. 2. μτφ., βάζω σιγά σιγά κάτι σε κάποιον (συναισθήματα, ιδέες κτλ.): Του ενστάλαξε το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”